ακριβονεριά

ακριβονεριά
η
1. έλλειψη νερού
2. αβροχιά, ανομβρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο-* + νερό
ο μεταπλασμός αναλογικά προς τις λ. αβροχιά, ανομπριά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”